- εντράδα
- η кул. мясо с овощами или макаронами с подливкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντράδα — η (Μ ἐντράδα και ἰνδράδα και ἰντράδα και ἰτράδα και νιντράδα και νιτράδα) [ιταλ. entrata] νεοελλ. 1. φαγητό που παρασκευάζεται με κρέας και λαχανικά 2. ναυτ. είσπλους μσν. εισόδημα, σοδειά … Dictionary of Greek
εντράδα — η (λ. ιταλ.) 1. φαγητό από κρέας και λαχανικά. 2. είσοδος πλοίου σε λιμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)